- συνδιδακτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνδιδασκαλία2. φρ. «συνδιδακτική μέθοδος» — μέθοδος διδασκαλίας κατά την οποία όλοι οι μαθητές μιας τάξης διδάσκονται ταυτόχρονα από έναν δάσκαλο, σε αντιδιαστολή προς την αλληλοδιδακτική μέθοδο.επίρρ...συνδιδακτικώς και συνδιδακτικά Νμε συνδιδακτικό τρόπο, με συνδιδασκαλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διδακτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιω. Κοκκώνη].
Dictionary of Greek. 2013.